τεκτονική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεκτονική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεκτονική θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τεκτονική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τεκτονικός