τελεσιδικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τελεσιδικώ < τελεσίδικος + < τέλος + δίκη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.le.si.ðiˈko/

τελεσιδικώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]