τελεστής συσχετισμού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελεστής συσχετισμού < → δείτε τις λέξεις τελεστής και συσχετισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική relational operator
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]τελεστής συσχετισμού
- (πληροφορική, προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο τελεστής σύγκρισης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελεστής συσχετισμού