τελεστικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τελεστικοποίηση | οι | τελεστικοποιήσεις |
γενική | της | τελεστικοποίησης* | των | τελεστικοποιήσεων |
αιτιατική | την | τελεστικοποίηση | τις | τελεστικοποιήσεις |
κλητική | τελεστικοποίηση | τελεστικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τελεστικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελεστικοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τελεστικοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελεστικοποίηση
|