τελμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τελμάτωση | οι | τελματώσεις |
γενική | της | τελμάτωσης* | των | τελματώσεων |
αιτιατική | την | τελμάτωση | τις | τελματώσεις |
κλητική | τελμάτωση | τελματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τελματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τελμάτωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τελματώνω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τελματώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τέλμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελμάτωση