τελωνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τελωνισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τελωνίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τελώνης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελωνισμός
|