τεμπελχανείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεμπελχανείο < τεμπελχαν(άς) + -είο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tem.bel.xaˈni.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεμπελχανείο ουδέτερο
- (σκωπτικό) τόπος, μέρος με πολλούς τεμπέληδες
- παρέα ανθρώπων που τεμπελιάζουν
- τεμπελιά
- ίδρυμα όπου τεμπέληδες ζουν από φιλανθρωπίες. Ως τέτοιο θεωρήθηκε από πολλούς το Ιμαρέτ της Καβάλας
- Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεμπελχανείο
|