τερατολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τερατολογία < αρχαία ελληνική τερατολογία < τέρας + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τερατολογία θηλυκό
- απαίσια, χυδαία, υβριστικά, συκοφαντικά ή μειωτικά λόγια
- παρατραβηγμένη μεταφυσική αφήγηση ιστορίας που έχει ως χαρακτήρες τέρατα
- (κατ’ επέκταση) μεγάλο ψέμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις τερατολόγος, τέρας και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τερατολογία