τερερέμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τερερέμ < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τερερέμ ουδέτερο άκλιτο