τεσσεράμισι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεσσεράμισι < τέσσερα + -μισι

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

τεσσεράμισι αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]