τεσσεράμισι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]τεσσεράμισι αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεσσεράμισι
|
τεσσεράμισι αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο
|