τετράωρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τετράωρο, ουδέτερο του τετράωρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τετράωρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]