τζιτζιφιόγκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζιτζιφιόγκος οι τζιτζιφιόγκοι
      γενική του τζιτζιφιόγκου των τζιτζιφιόγκων
    αιτιατική τον τζιτζιφιόγκο τους τζιτζιφιόγκους
     κλητική τζιτζιφιόγκε τζιτζιφιόγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τζιτζιφιόγκος < τζιτζί + φιόγκος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡zi.d͡ziˈfçoŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζι‐τζι‐φιό‐γκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζιτζιφιόγκος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]