τηλαισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλαισθησία (μαρτυρείται από το 1891)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλαισθησία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλαισθησία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 992, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου