τιρκουάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιρκουάζ < τουρκουάζ < γαλλική turquoise < pierre turqueise (τουρκική λίθος) < παλαιά γαλλική turquois (τουρκικός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tiɾ.kuˈaz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τιρκουάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. είδος πολύτομου λίθου με χρώμα γαλάζιο προς το πρασινωπό
  2. το αντίστοιχο με τον λίθο χρώμα
    τιρκουάζ (χρώμα):   

Επίθετο

[επεξεργασία]

τιρκουάζ άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]