τοιχόστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοιχόστρωση | οι | τοιχοστρώσεις |
γενική | της | τοιχόστρωσης* | των | τοιχοστρώσεων |
αιτιατική | την | τοιχόστρωση | τις | τοιχοστρώσεις |
κλητική | τοιχόστρωση | τοιχοστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοιχοστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοιχόστρωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοιχόστρωση
|