τοπικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοπικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοπικότητα θηλυκό
- ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός τόπου
- τοπικισμός
- (πληροφορική) βλ. τοπικότητα της αναφοράς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοπικότητα
|