τοποθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοποθέτηση | οι | τοποθετήσεις |
γενική | της | τοποθέτησης* | των | τοποθετήσεων |
αιτιατική | την | τοποθέτηση | τις | τοποθετήσεις |
κλητική | τοποθέτηση | τοποθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοποθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοποθέτηση θηλυκό
- αποτέλεσμα ή ενέργεια του ρήματος τοποθετώ