τουρσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουρσί | τα | τουρσιά |
γενική | του | τουρσιού | των | τουρσιών |
αιτιατική | το | τουρσί | τα | τουρσιά |
κλητική | τουρσί | τουρσιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουρσί < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ترشی (türşi) (τουρκική turşu) < περσική ترشی (torši, ξινός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tuɾˈsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τουρ‐σί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουρσί ουδέτερο
- (γαστρονομία) σκεύασμα λαχανικών συντηρημένο κυρίως με ξύδι και πιθανώς αλάτι (π.χ. λάχανο, πιπεριές, μελιτζάνες)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)