τράβαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τράβαλα
      γενική των (τράβαλων)
    αιτιατική τα τράβαλα
     κλητική τράβαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τράβαλα < → δείτε τη λέξη ντράβαλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τράβαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]