τράτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τάρτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράτα οι τράτες
      γενική της τράτας των τρατών
    αιτιατική την τράτα τις τράτες
     κλητική τράτα τράτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τράτα (καΐκι) και τράτα (δίχτυ)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τράτα < (άμεσο δάνειο) βενετική trata < ιταλική tratto < λατινική tractus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ- (σύρω, τραβώ) / *dʰerāgʰ-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τράτα θηλυκό

  1. το αλιευτικό δίχτυ σχήματος κώνου, που ρίχνεται στα βαθιά της θάλασσας
  2. το επαγγελματικό σκάφος αλιείας (καΐκι) που ψαρεύει με τράτα
  3. ένα είδος παραδοσιακού χορού

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]