τρίβω τα χέρια μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]τρίβω τα χέρια μου (el)
- αναμένω να πετύχω ή πέτυχα κάτι θετικό για εμένα ή τον στόχο μου (συχνά υπάρχει δόλος ή αυτοσαρκασμός μα όχι πάντα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- αγγλικά : rub one's hands (en), rubbing his/her/their hands