τρίζω τα δόντια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtɾizo ta‿ˈðondʝa/
Έκφραση
[επεξεργασία]τρίζω τα δόντια
- απειλώ, φοβερίζω (κάποιον)
- ↪ Του έτριξα τα δόντια
- → χρειάζεται παράθεμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δείχνω τα δόντια (μου)