τρελέγκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρελέγκω οι τρελέγκες
      γενική της τρελέγκως των τρελέγκων
    αιτιατική την τρελέγκω τις τρελέγκες
     κλητική τρελέγκω τρελέγκες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρελέγκω < απλογράφηση του τρελαίγκω < τρελαί(νω) + -κω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾeˈleŋ.ɡo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρελέγκω θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]