τριανταμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριανταμία < → λείπει η ετυμολογία
Αριθμητικό
[επεξεργασία]τριανταμία ή τριάντα μία θηλυκό, αρσ, τριάντα ένας, ουδέτερο τριάντα ένα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριανταμία θηλυκό
- είδος χαρτοπαιγνίου που παίρνει το όνομά του από το άθροισμα της αξίας των παιγνιοχάρτων που όταν συγκεντρώσει ένας παίκτης κερδίζει
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μου πήγε τριανταμία → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- τριανταμία και μία