τριζοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ριζοβολώ, ῥιζοβολῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριζοβολώ < τρίζω + -ο- + -βολώ

τριζοβολώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]