τρικολόρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρικολόρ < γαλλική les tricolores (οι τρίχρωμοι, από τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας, μπλε, άσπρο, κόκκινο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρικολόρ αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- όνομα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Γαλλίας