τρισ-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρισ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρισ- < τρίς
Πρόθημα
[επεξεργασία]τρισ- & τρι-
- πρώτο συνθετικό που σημαίνει κυριολεκτικά: τρις, τρεις φορές
- τρισδιάστατος (τρεις διαστάσεις, όχι επίπεδος)
- αλί και τρισαλί
- τρισέλιδος
- επιτατικό πρώτο συνθετικό που σημαίνει το υπερβολικό, το υπέρμετρο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- τρισ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρισ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρισ- < τρίς
Πρόθημα
[επεξεργασία]τρισ-
- πρώτο συνθετικό που σημαίνει κυριολεκτικά: τρις, τρεις φορές
- επιτατικό πρώτο συνθετικό που σημαίνει το υπερβολικό, το υπέρμετρο
- τρισέντυτος (που φοράει πολλά ρούχα)
- τρισκατάρατος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]τρισ-
- πρώτο συνθετικό που σημαίνει κυριολεκτικά: τρις, τρεις φορές
- επιτατικό πρώτο συνθετικό που δηλώνει το σύνολο, την πληρότητα, την υπερβολή
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα τρισ- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα τρίσ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις τρισ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Προθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Προθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)