τροχίλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τροχίλος | οι | τροχίλοι |
γενική | του | τροχίλου | των | τροχίλων |
αιτιατική | τον | τροχίλο | τους | τροχίλους |
κλητική | τροχίλε | τροχίλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τροχίλος < τροχός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροχίλος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροχίλος
|