τροχιοδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροχιοδείκτης αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροχιοδείκτης
|
τροχιοδείκτης αρσενικό
|