τρωτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρωτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του τρωτού, το να είναι κάποιος τρωτός
- ※ Ενώ τα κτίρια στην Ελλάδα έχουν δομηθεί με τον αντισεισμικό κανονισμό, οι κατασκευές που συνοδεύουν τα κτίρια, κυρίως στις τουριστικές περιοχές, παρουσιάζουν πολύ μεγάλη τρωτότητα.(www.lifo.gr, 11/7/2019)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρωτότητα
|