τρύζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τρίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρύζω: (ηχομιμητική λέξη)

τρύζω

  1. ψιθυρίζω
  2. βγάζω ήρεμος και θρηνητικό ήχο (όπως το τρυγόνι και άλλα πουλιά)
  3. τερετίζω (για τζιτζίκια)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]