τσάγαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάγαλο τα τσάγαλα
      γενική του τσάγαλου των τσάγαλων
    αιτιατική το τσάγαλο τα τσάγαλα
     κλητική τσάγαλο τσάγαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσάγαλο < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاغلا‎ (çağla, άγουρο αμύγδαλο), στην τουρκικά < περσική چغاله (čağâle, άγουρος καρπός) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡sa.ɣa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσά‐γα‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσάγαλο ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]