τσάρτερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσάρτερ < αγγλική charter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡saɾ.teɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσάρτερ ουδέτερο άκλιτο

  1. έκτακτη αεροπορική πτήση, ναυλωμένη από ταξιδιωτική εταιρία για ομαδικές μετακινήσεις
  2. (συνεκδοχικά) αεροσκάφος που εκτελεί τέτοια πτήση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]