τσίρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσίρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσίρισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσίρισμα
|
τσίρισμα ουδέτερο
|