τσίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίτσα οι τσίτσες
      γενική της τσίτσας
    αιτιατική την τσίτσα τις τσίτσες
     κλητική τσίτσα τσίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσίτσα < μάλλον από τη σλαβικής προέλευσης tsitsa. Συγγενές το βουλγαρικό цица (tsitsa, στήθος)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡si.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσί‐τσα
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσίτσα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, σπάνιο) είδος ξύλινου φλασκιού για κρασί
    ※  σήκωσε τὴν τσίτσα καὶ τράβηξε δυὸ ρουφηξιές (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά, 1918, κεφάλαιο 5)
  2. (λαϊκότροπο, σπάνιο) κοφίνι[2]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. τσίτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .