τσουρουφλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσουρουφλίζω < λείπει η ετυμολογία

τσουρουφλίζω (παθητική φωνή: τσουρουφλίζομαι)

  1. καίω κάτι στην επιφάνειά του κι όχι σε βάθος
     συνώνυμα: καψαλίζω
  2. (μεταφορικά) δυσκολεύω, ταλαιπωρώ, δυσαρεστώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]