τυπογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυπογράφος οι τυπογράφοι
      γενική του/της τυπογράφου των τυπογράφων
    αιτιατική τον/την τυπογράφο τους/τις τυπογράφους
     κλητική τυπογράφε τυπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυπογράφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]