τυποποιητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυποποιητήριο | τα | τυποποιητήρια |
γενική | του | τυποποιητήριου & τυποποιητηρίου |
των | τυποποιητήριων & τυποποιητηρίων |
αιτιατική | το | τυποποιητήριο | τα | τυποποιητήρια |
κλητική | τυποποιητήριο | τυποποιητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυποποιητήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυποποιητήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυποποιητήριο
|