τυράδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυράδικο | τα | τυράδικα |
γενική | του | τυράδικου | των | τυράδικων |
αιτιατική | το | τυράδικο | τα | τυράδικα |
κλητική | τυράδικο | τυράδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυράδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυράδικο
Πηγές
[επεξεργασία]- τυράδικο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)