τυράδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυράδικο τα τυράδικα
      γενική του τυράδικου των τυράδικων
    αιτιατική το τυράδικο τα τυράδικα
     κλητική τυράδικο τυράδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυράδικο < (τυρί) *τυρ(άς) + -άδικο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυράδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]