τύφλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τυφλά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύφλα οι τύφλες
      γενική της τύφλας
    αιτιατική την τύφλα τις τύφλες
     κλητική τύφλα τύφλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τύφλα < τυφλότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τύφλα θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • δεν βλέπει (ούτε) την τύφλα του
  • δεν ξέρει την τύφλα του
  • τύφλα νά 'χει
  • τύφλα στο μεθύσι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]