υδατοπέδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδατοπέδιο | τα | υδατοπέδια |
γενική | του | υδατοπέδιου & υδατοπεδίου |
των | υδατοπέδιων & υδατοπεδίων |
αιτιατική | το | υδατοπέδιο | τα | υδατοπέδια |
κλητική | υδατοπέδιο | υδατοπέδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδατοπέδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδατοπέδιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδατοπέδιο
|