υδρομαγνησίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρομαγνησίτης < υδρο- + μαγνησίτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρομαγνησίτης αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρομαγνησίτης
|