υδρόμυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Υδρόμυλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδρόμυλος οι υδρόμυλοι
      γενική του υδρόμυλου
υδρομύλου
των υδρόμυλων
υδρομύλων
    αιτιατική τον υδρόμυλο τους υδρόμυλους
υδρομύλους
     κλητική υδρόμυλε υδρόμυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδρόμυλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὑδρόμυλος < ὕδωρ + μύλος. Συγχρονικά αναλύεται σε υδρό- + μύλος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈðɾo.mi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρό‐μυ‐λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδρόμυλος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]