υπέγγυος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπέγγυος

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπέγγυος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέγγυος < ὑπ- + ἔγγυος < ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gew- (χέρι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpeŋ.ɟi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πέγ‐γυ‐ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

υπέγγυος, -ος, -ο

  1. (νομικός όρος) που τον παρέχουν ως εγγύηση
  2. (νομικός όρος) εγγυητής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]