υπαστυνόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπαστυνόμος οι υπαστυνόμοι
      γενική του/της υπαστυνόμου των υπαστυνόμων
    αιτιατική τον/την υπαστυνόμο τους/τις υπαστυνόμους
     κλητική υπαστυνόμε υπαστυνόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπαστυνόμος < υπ- + αστυνόμος (άστυ + -νόμος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pa.stiˈno.mos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπαστυνόμος αρσενικό ή θηλυκό

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]