υπερέσοδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα υπερέσοδα
      γενική των υπερεσόδων
    αιτιατική τα υπερέσοδα
     κλητική υπερέσοδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερέσοδα < υπερ- + έσοδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερέσοδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]