υπεραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπεραστικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interurban
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]υπεραστικός -ή, -ό
- που βρίσκεται, γίνεται ή εκτείνεται έξω από τα όρια μιας πόλης, σε άλλες περιοχές
- υπεραστικός σιδηρόδρομος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπεραστικός