υπερθεματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερθεματίζω < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.peɾ.θe.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐θε‐μα‐τί‐ζω

υπερθεματίζω

  1. κάνω την πιο υψηλή προσφορά σε πλειστηριασμό
     συνώνυμα: πλειοδοτώ
     αντώνυμα: μειοδοτώ
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ / διαφωνώ με κάτι, ξεπερνώντας τους άλλους σε θετικές / αρνητικές κρίσεις
     συνώνυμα: υπερτονίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]