υπερφυσικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερφυσικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπερφυσικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερφυσικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

υπερφυσικό