υπερχρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερχρονισμός < υπερχρονίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overclocking)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερχρονισμός αρσενικό
- (υλικό υπολογιστή) χρησιμοποίηση ενός επεξεργαστή (CPU) σε ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν που συνιστά ο κατασκευαστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπερχρονίζω
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και χρόνος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερχρονισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)